- σκανδαλολογία
- η, Ν [σκανδαλολογώ]επίμονη δημόσια ενασχόληση με σκάνδαλα, συνεχής συζήτηση για σκάνδαλα, υπαρκτά ή ανύπαρκτα, ιδίως μέσω τού τύπου και όλων τών μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκανδαλολογικός — ή, ό, Ν [σκανδαλολογία] σχετικός με τη σκανδαλολογία … Dictionary of Greek
σκανδαλολογώ — έω, Ν ασχολούμαι με σκανδαλολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλο + λογώ*] … Dictionary of Greek